- Μανέ, Εντουάρ
- (Edouard Manet, Παρίσι 1832 – 1883). Γάλλος ζωγράφος. Ο πατέρας του ήταν ένας ευκατάστατος ανώτερος δικαστικός, ο οποίος επιθυμούσε να ακολουθήσει ο γιος του τη δική του σταδιοδρομία, παρά την καλλιτεχνική κλίση του. Το 1848 ο νεαρός Μ., για να αποφύγει τις νομικές σπουδές, κατατάχτηκε στο ναυτικό. Την άνοιξη του επόμενου έτους, ύστερα από παραμονή μερικών εβδομάδων στο Ρίο ντε Τζανέιρο, επέστρεψε στη Γαλλία και κατορθώνοντας να αποσπάσει τη συγκατάθεση του πατέρα του, άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα ζωγραφικής στο εργαστήριο του γνωστού ακαδημαϊκού ζωγράφου Τομά Κουτίρ. Εκεί συναντήθηκε με τον Αντονέν Προυστ, πρώην συμμαθητή του στο κολέγιο Ρολέν και μέλλοντα βιογράφο του. Ταξίδεψε δύο φορές στην Ιταλία και το 1856 εγκατέλειψε οριστικά τον Κουτίρ για να ανοίξει δικό του στούντιο. Το 1858 ο Μ. συνδέθηκε με τον Μποντλέρ. Η επίδραση του μεγάλου ποιητή είναι φανερή στον πίνακα Άνθρωπος που πίνει αψέντι (1859), ο οποίος δεν έγινε δεκτός στο Σαλόν (έκθεση) της Γαλλικής Βασιλικής Ακαδημίας, και κυρίως στη Μουσική στον Κεραμεικό (1860), μια σκηνή της παρισινής κοσμικής ζωής, την οποία επανέλαβαν αργότερα πολύ συχνά οι ιμπρεσιονιστές, ζωγραφισμένη με την τεχνική της κηλιδογραφίας. Η σημαντικότερη καινοτομία του Μ. στο έργο αυτό, εκτός από τη χωρίς προκατάληψη απεικόνιση της καθημερινής ζωής, είναι ότι έδωσε αποφασιστικά το προβάδισμα στο χρώμα, εγκαταλείποντας το ακαδημαϊκό τελείωμα, το περίγραμμα και το πλάσιμο με φωτοσκιάσεις, και ότι χρησιμοποίησε τόνους καθαρούς και φωτεινούς τον ένα πάνω στον άλλο, υπό την επίδραση της ισπανικής ζωγραφικής. Το 1861 εμφανίστηκε ο Κιθαριστής (έργο που χάρισε στον καλλιτέχνη την πρώτη αναγνώριση στο Σαλόν και μια πολύ ευνοϊκή κριτική του συγγραφέα Τεοφίλ Γκοτιέ) και το 1862 οι πίνακες των Ισπανών χορευτών, εμπνευσμένοι από τον θίασο του ντον Μαριάνο Καμπρούμπι, στον οποίο ανήκε η περίφημη Λόλα ντε Βαλένθια. Η περίοδος αυτή έκλεισε το 1865 με το δεκαήμερο ταξίδι του καλλιτέχνη στην Ισπανία, το οποίο απάλλαξε τον Μ. από τις ισπανικές εμμονές του ως προς το χρώμα και τα θέματα και τον έστρεψε στην απεικόνιση σύγχρονων γαλλικών θεμάτων, με τον ρεαλισμό όμως του Γκόγια και του Βελάσκεθ. Ήδη ο Μ. είχε αποκτήσει αρκετή φήμη εξαιτίας δύο μεγάλων σκανδάλων που είχαν προκαλέσει οι πίνακες του Πρόγευμα στη χλόη (1863) και Ολυμπία (1865). Ο πρώτος ήταν μια μεγάλη ελαιογραφία την οποία είχε απορρίψει η κριτική επιτροπή του Σαλόν, όπου είχε προσπαθήσει να μιμηθεί την Αγροτική συναυλία του Τζορτζιόνε με μοντέρνα ενδύματα και με ατμοσφαιρική διαφάνεια. Το θέμα του πίνακα θεωρήθηκε ανήθικο και η τεχνική του απογοήτευσε το κοινό. Το σκάνδαλο κορυφώθηκε με την Ολυμπία, ένα από τα αριστουργήματα της σύγχρονης τέχνης, όπου ο Μ. συνόψισε με εντελώς προσωπικό τρόπο και με εξαιρετικά φωτεινά και λεπτά χρώματα το σύνολο των πολιτιστικών του εμπειριών, δηλαδή της βενετσιάνικης ζωγραφικής, του Βελάσκεθ και των ιαπωνικών χρωμολιθογραφιών, που ήταν πολύ διαδεδομένες την εποχή εκείνη. Το 1866, όταν το Σαλόν απέρριψε τον θαυμάσιο Φλαουτίστα, ο Εμίλ Ζολά ανέλαβε την υποστήριξη του καλλιτέχνη με μια σειρά άρθρων στην εφημερίδα Evenement, τα οποία εκδόθηκαν σε έναν τόμο το επόμενο έτος, με την ευκαιρία της Διεθνούς Έκθεσης του 1867, οπότε ο Μ. οργάνωσε μια μεγάλη έκθεση σε ένα ειδικά κατασκευασμένο περίπτερο στη λεωφόρο Αλμά, μιμούμενος την ιδέα του Γκιστάβ Κουρμπέ. Εκεί ο Μ. εξέθεσε την περίφημη Εκτέλεση του Μαξιμιλιανού, η οποία ως θέμα ήταν μια συγκεκαλυμμένη πολεμική εναντίον του καθεστώτος του Ναπολέοντα Γ’.
Το 1872 άρχισε να εκδηλώνεται μεταστροφή της κριτικής ως προς το έργο του Μ. Ο διάσημος έμπορος πινάκων Ντιράν Ριέλ αγόρασε από τον ζωγράφο έργα αξίας μεγαλύτερης των πενήντα χιλιάδων φράγκων και το 1873 ο Καλός Μποκ είχε μεγάλη επιτυχία στο Σαλόν.
Ήδη ο ζωγράφος παρακολουθούσε με ενδιαφέρον τις προόδους της νέας τάσης, της ζωγραφικής στο ύπαιθρο, με πρωτεργάτη τον Κλοντ Μονέ. Αν και αρνήθηκε να λάβει μέρος στην πρώτη έκθεση των ιμπρεσιονιστών το 1874 (αρνούμενος επίσης τον χαρακτηρισμό του ιμπρεσιονιστή για τον εαυτό του) την οποία οργάνωσαν οι φίλοι του Μονέ, Ντεγκά, Ρενουάρ, Πισαρό, Μπερτ Μοριζό κ.ά. στο στούντιο του Ναντάρ, ζωγράφισε μαζί με τους Μονέ και Ρενουάρ στο Αρζαντέιγ. Μετά τη σύντομη επιτυχία του 1873, άρχισαν πάλι οι απορρίψεις και η πολεμική. Το 1874 η κριτική επιτροπή του Σαλόν δέχτηκε έναν μόνο από τους τρεις πίνακες που είχε στείλει ο Μ., τον Σιδηρόδρομο. Το 1875 το κοινό διαμαρτυρήθηκε για τον ιμπρεσιονιστικό πίνακά του Αρζαντέιγ (1874) και για την Πλύστρα (1876). Το 1877 η κριτική επιτροπή απόρριψε ως ανήθικο τον πίνακά του Νανά, με τον οποίο εγκαινίασε μια σειρά έργων εμπνευσμένων από τον νατουραλισμό και τον Ζολά (Λα Πριν) συγγενικών με τα σύγχρονα έργα του Ντεγκά.
Στο διάστημα αυτό άρχισαν να εκδηλώνονται καθαρά τα συμπτώματα της σύφιλης, από την οποία είχε πιθανόν προσβληθεί κατά τη νεότητα του στη Βραζιλία και τον οδήγησε σε πρόωρο θάνατο. Με πολύ μεγάλη δυσκολία μπορούσε πια να ζωγραφίζει, κυρίως με την ελαφρότερη τεχνική του παστέλ. Παρ’ όλα αυτά δημιούργησε τότε μερικούς από τους ωραιότερους πίνακες του με άνθη, κήπους και ορισμένες εξαιρετικά δροσερές γυναικείες προσωπογραφίες. Η Άνοιξη και το Μπαρ στη Φολί Μπερζέρ (ένα από τα αριστουργήματά του) χαρακτήρισαν την τελευταία περίοδο της δραστηριότητάς του. Παρά την πολεμική, είχε πλέον επιβληθεί. Λίγο αργότερα, με πρωτοβουλία του Αντονέν Προυστ, ο οποίος είχε γίνει υπουργός, ονομάστηκε ιππότης της Λεγεώνας της Τιμής. Αλλά στις 19 Απριλίου του 1883 υπέστη ακρωτηριασμό στο ένα πόδι και πέθανε από γάγγραινα στις 30 του ίδιου μηνός.
«Ο σιδηρόδρομος», πίνακας του Γάλλου ζωγράφου Εντουάρ Μανέ (Ιδιωτική συλλογή, Νέα Υόρκη).
«Ο φλαουτίστας», από τα γνωστότερα έργα του Γάλλου ζωγράφου Εντουάρ Μανέ (Μουσείο Εμπρεσιονιστών, Παρίσι).
«Η σερβιτόρα» (1878), έργο του Γάλλου ζωγράφου Εντουάρ Μανέ (Μουσείο Εμπρεσιονιστών, Παρίσι).
Dictionary of Greek. 2013.